- ενδοπερικαρδίτιδα
- η(ιατρ.), σύγχρονη φλεγμονή του ενδοκαρδίου και του περικαρδίου (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενδοπερικαρδίτιδα — η η ταυτόχρονη φλεγμονή τού ενδοκαρδίου και τού περικαρδίου … Dictionary of Greek